- υπολιπιδιαιμικός
- -ή, -ό, Ν(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υπερλιπιδιαιμικά(ενν. φάρμακα) φάρμακα που παρεμβαίνουν στον μεταβολισμό τών λιπιδίων και αποκαθιστούν τα επίπεδα τών τριγλυκεριδίων και τής χοληστερίνης στις φυσιολογικές τιμές.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hypolipidemiant].
Dictionary of Greek. 2013.